Διαταραχή Αντιδραστικής Προσκόλλησης – Reactive Attachment Disorder – RAD – Του Λάζαρου Α. Βλαχόπουλου, MSc, PsyD – Σχολικός & Συμβουλευτικός Ψυχολόγος.
Διαταραχή Αντιδραστικής Προσκόλλησης
(Reactive Attachment Disorder – RAD)
Του Λάζαρου Α. Βλαχόπουλου, MSc, PsyD – Σχολικός & Συμβουλευτικός Ψυχολόγος
Μια διαταραχή σχετικά «καινούργια» για την οποία τα όσα γνωρίζουμε είναι – αυτή τη στιγμή – σαφώς λιγότερα από αυτά που δεν γνωρίζουμε. Το ICD 10 (διαγνωστικό εγχειρίδιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας), στη βασική έκδοση (1993) περιγράφει τη RAD ως «διαταραχή αμφίβολης εγκυρότητας». Στις τελευταίες αναβαθμίσεις (updates, 2003 κ.ε.) δεν εμφανίζεται αυτός ο χαρακτηρισμός. Κάθε χρόνος που περνάει προσθέτει στις γνώσεις μας πάνω σ’ αυτή τη σημαντική διαταραχή που α) μοιάζει να έχει τις ρίζες της στην ενδομήτρια ζωή (5η εβδ. κύησης κ.ε., χρόνος κατά τον οποίο αρχίζει ο σχηματισμός του εγκεφαλικού φλοιού), β) φαίνεται πως αποτελεί την πιθανή βάση για άλλες διαταραχές (προκλητικής εναντίωσης, συγκέντρωσης, προσαρμογής, διαγωγής, συναισθήματος, λήψης τροφής) και γ) υποδηλώνει τον πανίσχυρο δεσμό του ανθρώπινου είδους με τη φύση, μέσα από το δεσμό του ανθρώπου με τη μητέρα του.
RAD, όσο πιο απλά γίνεται, είναι η ανεπαρκής / αποτυχημένη προσκόλληση του νεογνού / βρέφους / νηπίου στη φυσική του μητέρα. Η φύση έχει «προγραμματίσει» την προσκόλλησή μας, η οποία λειτουργικά χρησιμεύει για την ομαλή κοινωνικοσυναισθηματική ανάπτυξη και τη διαπαιδαγώγησή μας. Τα παπάκια μέσα από την προσκόλλησή τους προς τη μαμά-πάπια μαθαίνουν να την ακολουθούν και να την υπακούουν και εκείνη με τη σειρά της τα διδάσκει βασικές δεξιότητες επιβίωσης και τα προστατεύει. Η διαταραγμένη προσκόλληση διαταράσσει με τη σειρά της την ανατροφή / διαπαιδαγώγηση.
Ήδη από το 1993 (ICD 10) γνωρίζαμε πως η διαταραχή αρχίζει πριν το 3ο έτος της ηλικίας και σχετίζεται με κάποιας μορφής κακοποίηση του παιδιού. Σήμερα ξέρουμε ότι πρέπει να διευρύνουμε και τον όρο κακοποίηση (εννοώντας οποιαδήποτε μορφή απόρριψης και μη ικανοποίησης / κάλυψης των αναγκών του) και τα χρονικά όρια έναρξης, συμπεριλαμβάνοντας ακόμη και την κύηση. Έτσι, η RAD μπορεί να έχει τις ρίζες της σε μια μη επιθυμητή κυοφορία ή και στην απόρριψη/κακοποίηση/κακομεταχείριση του παιδιού από την μητέρα ή και τον πατέρα. Το εκπληκτικό είναι πως όλα τα ερευνητικά δεδομένα και τα αποτελέσματα των θεραπευτικών παρεμβάσεων δείχνουν πως, ακόμα και στην περίπτωση που ο πατέρας κυρίως ευθύνεται για τη διαταραχή, η λύση βρίσκεται κυρίως στη μητέρα, αφού η δική της προσκόλληση είναι που έχει τη μέγιστη σημασία συναισθηματικά και λειτουργικά.
Να σημειώσουμε ακόμη πως φαίνεται πολύ πιθανό λίγο – πολύ όλοι μας να έχουμε κάποιο ποσοστό «υπολειμματικής RAD» που να «αναδύεται» σε φάσεις της ζωής μας κατά τις οποίες έχουμε διάφορες δυσκολίες (κύρια συναισθηματικής φύσεως / προσαρμογής) και φυσικά να περιπλέκει αυτές τις δυσκολίες. Υπό αυτό το πρίσμα το διαγνωστικό ερώτημα αναδομείται από το «υπάρχει RAD?» στο «σε τι βαθμό υπάρχει η RAD?» και φυσικά «υπάρχει σε βαθμό που να προκαλεί – πρωτογενώς – δυσκολίες και άρα να πρέπει να αντιμετωπιστεί;».
Καθώς είναι νέα σχετικά νοσολογική οντότητα, λίγοι ειδικοί της ψυχικής υγείας είναι σε θέση να δώσουν ασφαλή διάγνωση και ακόμα λιγότεροι να την αντιμετωπίσουν.
Όλα δείχνουν πως το κλειδί για την μόνιμη θεραπεία βρίσκεται τελικά μέσα στην ίδια την οικογένεια. Βέβαια το ερώτημα είναι τι γίνεται αν δεν υπάρχει οικογένεια ή αν η οικογένεια είναι μονογονεϊκή (με απουσία της μητέρας) ή θετή. Σαφώς και οι δυσκολίες επιτείνονται, ενώ η θεραπευτική παρέμβαση περιπλέκεται. Σε τέτοιες περιπτώσεις άλλοι «πάροχοι φροντίδας» (“caregivers”) θα χρειαστεί να εμπλακούν έντονα και να αναλάβουν θεραπευτικούς ρόλους, ωστόσο το θέμα παραμένει: η φυσική μητέρα είναι το πρόσωπο κλειδί και γύρω από αυτήν (ιδανικά ως παρουσία, αλλιώς ως έννοια και ρόλος) θα περιστραφεί η όποια προσπάθεια. Οι «σημαντικοί άλλοι» (με πρώτο στη σειρά τον πατέρα, αλλά και τελικά κάθε αφοσιωμένο “caregiver”) μπορούν να εμπλακούν δημιουργικά έστω και με περιορισμούς.
Από την έναρξη της παρέμβασης θεωρούμε πως το παιδί εμφανίζει (συχνά από την πρώιμη ακόμα νηπιακή ηλικία) έντονα αρνητική συμπεριφορά (προκλητική εναντίωση, άρνηση προσαρμογής σε κοινωνικές νόρμες κτλ.) και συναισθηματική αστάθεια, επειδή για κάποιο λόγο ο δεσμός του με τη φυσική μητέρα του έχει υποστεί ρήξη (όπως αναφέραμε, κάποτε κι από αυτήν ακόμα την ενδομήτρια ζωή). Αρχικά διερευνάται ο λόγος της διαταραχής της προσκόλλησης χωρίς, όμως, η πλήρης αποκωδικοποίησή του να είναι «εκ των ων ουκ άνευ». Αυτό που σίγουρα είναι πολύ πιο σημαντικό είναι το γεγονός πως οι ανάγκες προσκόλλησης του παιδιού και αυτές της μητέρας , από τη μεριά της, δεν έχουν καλυφθεί, άσχετα από την αιτιολογία. Επίσης είναι όμοια σίγουρο πως η διαταραχή θα υποχωρήσει μόνο στο βαθμό που οι ανάγκες προσκόλλησης του παιδιού, αλλά και της μητέρας, θα αντιμετωπιστούν. Ονομάζουμε τη μητέρα και το παιδί “οικογενειακή δυάδα” ή “δυάδα προσκόλλησης”. Με τη θεραπεία προσπαθούμε να βοηθήσουμε κάθε τέτοια δυάδα να αναγνωρίσει και να εκφράσει τις δικές της ιδιαίτερες ανάγκες προσκόλλησης και μετά να διδάξουμε σ’ όλη την οικογένεια τρόπους εκπλήρωσης αυτών των αναγκών και αλλαγής των όποιων αρνητικών συμπεριφορών στο σπίτι.
Το πρωταρχικό όχημα λοιπόν, όπως είπαμε, είναι η αποκατάσταση της προσκόλλησης (τελικά η αποκατάσταση του ορθού δεσμού) ανάμεσα στη μητέρα και το παιδί. Όταν αυτό επιτευχθεί, δημιουργείται ένα περιβάλλον ασφάλειας και εμπιστοσύνης. Αυτό δημιουργεί μια βαθιά αλλαγή στη μητέρα, την ίδια ώρα που τα αμυντικά “τείχη” του παιδιού αρχίζουν να καταρρέουν. Η αλλαγή πρέπει να συμβεί ταυτόχρονα στη μητέρα και στο παιδί. Ο θεραπευτικός συγχρονισμός είναι απαραίτητη προϋπόθεση. Αν η παρέμβαση δεν έχει επηρεάσει το παιδί, τότε την κρίσιμη ώρα οι άμυνες δεν θα έχουν χαμηλώσει. Αν πάλι η μητέρα είναι αυτή που δεν είναι έτοιμη, τότε οι δικές της δυσκολίες προσκόλλησης θα παρεμβληθούν στην ικανότητά της να αποδεχτεί και να προσκολληθεί με το παιδί , δημιουργώντας επιπρόσθετα εμπόδια σ’ ένα παιδί που είναι ήδη απρόθυμο και επιφυλακτικό. Σ’ αυτή την περίπτωση υπάρχει ο κίνδυνος φίλοι, συγγενείς, ο σύζυγος, αλλά και ειδικοί της ψυχικής υγείας να θεωρήσουν πως το πρόβλημα βρίσκεται στις γονεϊκές δεξιότητες της μητέρας (και μέσω γενίκευσης / σύντηξης, και του πατέρα). Τίποτα δεν είναι πιο αναληθές. Συνακόλουθα όμως συμβουλές, οδηγίες και θεραπευτικές παρεμβάσεις θα επικεντρωθούν στην αλλαγή / βελτίωση των γονεϊκών δεξιοτήτων της μητέρας.
Διαταραχή Αντιδραστικής Προσκόλλησης
Τα παιδιά με RAD, κατά πάσα πιθανότητα, δεν θα ανταποκριθούν καλά σε καμία μητέρα, άσχετα με το επίπεδο ή την ποιότητα των γονεϊκών της δεξιοτήτων / ικανοτήτων. Ωστόσο θα πρέπει να σημειώσουμε πως και η μητέρα πολύ συχνά φέρει τα δικά της προβλήματα προσκόλλησης, από την παιδική της ηλικία. Αυτά τώρα πυροδοτούνται από το άγχος που προκαλεί η αντίδραση του παιδιού, περιπλέκοντας, όπως αναφέραμε και παραπάνω, την ικανότητά της για προσκόλληση. Δεν θα πρέπει να συγχέουμε τη δυσκολία της να προσκολληθεί, με τις γονεϊκές της δεξιότητες. Χρειάζονται δύο για να γίνει μια επιτυχής προσκόλληση. Και η μητέρα, το επαναλαμβάνουμε, είναι το πιο φυσικό, αυθεντικό αντικείμενο προσκόλλησης για το παιδί. “Φυσικό” και “αυθεντικό”, όμως, σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει “παθητικό”. Έτσι, η αποκατάσταση / ενίσχυση της ικανότητας της μητέρας να προσκολληθεί θα πρέπει να είναι ο πρώτος στόχος, καθώς σε άλλη περίπτωση κανένα επίπεδο γονεϊκών ικανοτήτων δεν είναι σε θέση να αλλάξει τη συμπεριφορά του παιδιού ή να περάσει μέσα από τις άμυνές του.
Η θεραπευτική παρέμβαση είναι ανάγκη να στοχεύει στο να διαβεβαιώσουμε το παιδί ότι αυτός ο αγχογόνος τρόπος με τον οποίο βιώνει την ανθρώπινη επαφή / επικοινωνία θα τερματιστεί ή έστω θα τεθεί υπό έλεγχο (εν μέρει και υπό το δικό του έλεγχο). Το τραυματισμένο παιδί αντιστέκεται στις φυσιολογικές / συνηθισμένες απόπειρες να του δείξουμε αγάπη, να το φροντίσουμε και να το διαπαιδαγωγήσουμε (ασκώντας γονεϊκό & εκπ/κό έλεγχο), κι αυτό γιατί τα πρώτα του βήματα στη ζωή ήταν τραυματικά (γι’ αυτό και τη RAD θα πρέπει να τη συσχετίζουμε και με τη Μετατραυματική Αγχώδη Διαταραχή – PTSD). Δεν πιστεύει πως είναι δυνατόν να είναι δέκτης αληθινής αγάπης και φροντίδας. Η παροχή προσοχής & φροντίδας αυτόματα απελευθερώνει ορμόνες άγχους. Απόρριψη, αρνητικά συναισθήματα, υπερβολική αυστηρότητα, αποστέρηση αγάπης και φροντίδας είναι όλα πράγματα που πιθανότατα έχει γευτεί (κάποιο ή κάποια από αυτά σε οποιονδήποτε συνδυασμό). Η δυσπιστία λοιπόν είναι στάση ζωής, μαζί όμως με την ανάγκη για αποδοχή, μια αποδοχή που τελικά κι όταν την βρίσκει την θέτει πάντα σε αμφισβήτηση. Θέλει και δεν θέλει, ελπίζει και φοβάται, αρνείται και δέχεται. Τα συναισθήματα είναι γι’ αυτόν terra incognita. Μια πιθανή βάση για νεύρωση, κυκλοθυμία, διαταραχών διαγωγής, λήψης τροφής κ.α.
Τα παιδιά με διαταραχή προσκόλλησης είναι ουσιαστικά παιδιά χωρίς προσκόλληση και γι’ αυτό δεν είναι δυνατόν να γίνει παιδαγωγική διαχείριση τους με συνηθισμένο τρόπο. Άτομα χωρίς προσκόλληση δεν αντιδρούν σε συνηθισμένους χειρισμούς ή γονεϊκές μεθόδους. Ακόμα χειρότερα, η προσκόλληση δεν είναι κάτι που διδάσκεται στη μητέρα ή στο παιδί. Είναι κάτι που βιώνεται ταυτόχρονα από τη μητέρα και το παιδί. Κατά συνέπεια, παρεμβάσεις που στοχεύουν μόνο στο παιδί, απουσία της μητέρας, ή με τη μητέρα σε περιφερειακό ρόλο, δεν μπορούν να επηρεάσουν το δεσμό προσκόλλησης. Αυτού του είδους οι παρεμβάσεις, αν και έχουν καλό σκοπό, τείνουν να είναι χρονοβόρες και τελικά αναποτελεσματικές. Στ’αλήθεια, τεχνητές προσκολλήσεις είναι σχετικά εύκολο να εγκατασταθούν ανάμεσα στο παιδί και σε κάποιον καλοπροαίρετο θεραπευτή. Τα παιδιά με διαταραχή προσκόλλησης συνδέονται συναισθηματικά με ξένους σχετικά εύκολα. Αλλά τέτοιες θεραπευτικές προσεγγίσεις έχουν την τάση μόνο να αποδυναμώνουν τη μητέρα (και τους γονείς γενικά), δημιουργώντας αίσθηση ανεπάρκειας. Συνακόλουθα, με την αποχώρηση του θεραπευτή και τη διακοπή της θεραπείας, η διαταραχή επιστρέφει … δριμύτερη. Το παιδί επιστρέφει σε μια μητέρα αποδυναμωμένη και με μειωμένη αυτοπεποίθηση. Και για μια ακόμη φορά δεν γνωρίζει πώς να χειριστεί το παιδί, όταν αυτό αναπόφευκτα κάποια στιγμή υποτροπιάσει σε ανασφάλεια, ευερεθιστότητα και αντιδραστικότητα.
Μια θεραπεία, για να είναι αποτελεσματική, είναι απόλυτη ανάγκη να δίνει στη μητέρα τέσσερα πράγματα: i. βαθιά σύνδεση με το παιδί της, ii. εμπιστοσύνη στον εαυτό της ως γονέα, iii. τις αναγκαίες γονεϊκές δεξιότητες για να διαχειριστεί τα σοβαρά επεισόδια διαταραγμένης συμπεριφοράς στο σπίτι & iv. να δημιουργήσει ένα υποστηρικτικό δίκτυο στο άμεσο περιβάλλον της (πατέρας, σημαντικοί άλλοι).
Κάποιες θεραπείες χρησιμοποιούν το κράτημα του παιδιού στην αγκαλιά του θεραπευτή, με στόχο τη βελτίωση του συναισθήματος ασφάλειας. Αυτό όμως δεν αλλάζει τη διαπροσωπική δυναμική της οικογένειας. Ακόμη η μητέρα νιώθει λιγότερο ικανή, επαρκής και ασφαλής. Το παιδί επιστρέφει σπίτι χωρίς να έχει ρυθμιστεί η προσκόλλησή του με τη μητέρα. Ο δεσμός τους παραμένει διαταραγμένος. Τέτοιου είδους θεραπείες μπορεί να διαρκέσουν χρόνια και τελικά η όποια αλλαγή να είναι περισσότερο τυχαία και συμπτωματική.
Δεν είναι καθόλου παράδοξο που το αποστερημένο παιδί δεν ωφελείται από τη φροντίδα που του δίνεται μόνο όταν η συμπεριφορά του είναι σοβαρά διαταραγμένη ή όταν είναι ήδη πολύ αργά για να συγκεντρωθεί ή ν’ανακουφιστεί. Ακόμα και σε κάτι πολύ απλό, όπως η τροφή, αν προσφέρεται όταν το παιδί είναι αναστατωμένο δεν είναι δυνατόν να τη δεχτεί φυσιολογικά. Όσο πιο μικρή η ηλικία κατά την οποία εγκαταστάθηκε η RAD, τόσο χειρότερη η συμπεριφορά αργότερα και τόσο πιο έντονη η αντίδραση στις προσπάθειες ενός αφοσιωμένου και ειλικρινούς «caregiver» που προσπαθεί να βοηθήσει. Οι προσπάθειες προκαλούν άγχος, ενεργοποιούν αμυντικούς μηχανισμούς και πυροδοτούν αντιδραστική συμπεριφορά. Μέχρι να γίνει μια υπέρβαση και να βιώσουν μητέρα και παιδί δέσιμο και αμοιβαία εμπιστοσύνη, το παιδί θα αντιδρά στις προσπάθειες συναισθηματικής προσέγγισης και, αν η κατάσταση παραμείνει αναλλοίωτη, η πρόγνωση δεν είναι ιδιαίτερα αισιόδοξη.
Σοβαρά διαταραγμένα παιδιά μπορούν να προσαρμοστούν αρκετά καλά σε μονάδες φροντίδας, όπως τα ορφανοτροφεία, οι ανάδοχες οικογένειες και τα κέντρα ημέρας. Σ’ αυτά τα περιβάλλοντα δεν οφείλουν να προσκολληθούν μόνιμα και ουσιαστικά. Έτσι μπορούν να επιβιώσουν, αλλά όχι στ΄αλήθεια να βιώσουν ασφάλεια και εμπιστοσύνη, με όσα αυτό μπορεί να συνεπάγεται για το μέλλον τους. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις μπορεί και να ωφεληθούν από συμπτωματική θεραπευτική υποστήριξη. Σε περιπτώσεις όμως υιοθεσίας, η προσπάθεια της θετής μητέρας να πλησιάσει το παιδί ως ο μόνιμος (εφεξής) πάροχος φροντίδας πυροδοτεί αναπόφευκτα θυμό, φόβο, άγχος και ανεξέλεγκτη αντιδραστική συμπεριφορά. Συνεπώς, το πρόβλημα παραμένει.
Διαταραχή Αντιδραστικής Προσκόλλησης
Η προσωπική ιστορία προσκόλλησης της μητέρας θα πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα. Το να προσπαθεί να κερδίσει την αποδοχή ενός απορριπτικού παιδιού είναι μια τραυματική εμπειρία για κάθε μητέρα και είναι φυσικό να πυροδοτούνται οι δικές της άμυνες και ανασφάλειες και να αναδύονται υπολειμματικά στοιχεία αντιδραστικής προσκόλλησης από την παιδική της ηλικία. Τέτοια υπολειμματικά στοιχεία από ανεπίλυτα (ή έστω μερικώς ανεπίλυτα) προβλήματα προσκόλλησης έχουν – σε κάποιο ποσοστό – όλοι σχεδόν οι ενήλικες. Στη μητέρα που παλεύει, τέτοια στοιχεία από το παρελθόν προκαλούν άγχος, διογκώνονται και τελικά παρεμβαίνουν στην ικανότητά της να χειριστεί αποτελεσματικά το παιδί.
Η σφυρηλάτηση ενός ισχυρά υγιούς δεσμού ανάμεσα στη μητέρα και στο παιδί είναι ο πρώτος και σημαντικότερος στόχος της ψυχοθεραπευτικής παρέμβασης. Υπάρχουν μέθοδοι γι’ αυτό – και οι περισσότερες συμπεριλαμβάνουν ζεστή φυσική επαφή – και μια από αυτές είναι η παιγνιοθεραπεία, στην οποία σταδιακά και στον κατάλληλο χρόνο εμπλέκεται και η μητέρα, ή άλλες κοινές δραστηριότητες που η οικογενειακή θεραπεία θα τις υποδείξει ως κατάλληλες για τον επιδιωκόμενο σκοπό. Όταν επιτευχθεί αυτό και γίνει η ταυτόχρονη υπέρβαση από τη μητέρα και το παιδί, το μεγαλύτερο μέρος της αρνητικής συμπεριφοράς υποχωρεί και ο θεραπευτής είναι σχετικά εύκολο να διδάξει στη μητέρα τεχνικές για το πώς να φέρνει το παιδί σε μια κατάσταση δεκτικότητας και επικοινωνίας. Το παιδί δε, διδάσκεται ν’ αναγνωρίζει και να διαχειρίζεται τα συναισθήματά τα δικά του και των άλλων. Η μητέρα σταδιακά διαπιστώνει ότι μπορεί να διαχειριστεί το παιδί της και – ακόμα σημαντικότερο – σε δεύτερη φάση, πως μπορεί να εστιάσει από τη «διαχείριση» (“parental management”) στη δημιουργική διαπαιδαγώγηση και ανατροφή του παιδιού.
Ο ρόλος του πατέρα (σημαντικότερος απ’ όλων των άλλων «σημαντικών άλλων») είναι περιφερειακός, αλλά καταλυτικός. Μην ξεχνάμε πως είναι ένας αυθεντικός «caregiver» και για τη μητέρα και για το παιδί. Φυσικά πρωταρχικά πρέπει να προσέξει ώστε να μην προκαλέσει RAD στο παιδί. Να υποστηρίξει ενεργά τη θεραπευτική παρέμβαση, δημιουργώντας ασπίδα ασφαλείας γύρω από τη μητέρα και το παιδί. Να προσφέρει τη δημιουργική αποδοχή του και στους δύο (όχι άκριτη, αλλά όχι και κατα-κριτική). Να στηρίξει τον εαυτό του και τη μητέρα στις δύσκολες ώρες της απόρριψης και αυτοκριτικής. Τέλος, να βοηθήσει τη μητέρα στην επίλυση των δικών της προβλημάτων προσκόλλησης. Ίσως η συνεισφορά του να περιγράφεται απόλυτα από τη γεμάτη λεπτό χιούμορ, φλέγμα και οξύνοια απάντηση των Βρετανών στην ερώτηση: «ποιος είναι ό ρόλος του συζύγου;» -> “to keep mother happy, so she will not drive children crazy!” (= να φροντίζει να είναι ευτυχισμένη η μητέρα, έτσι ώστε (η μητέρα) να μην τρελλάνει τα παιδιά).
Δρ. Λ.Α.Βλαχόπουλος, PgCCSp.Ed., Adv.Dip. Psy/Th., M.Sc., Psy.D.
Πηγές (ενδεικτικά),
- Alston, John. (2000) Characteristics of Attention Deficit Disorder, Bipolar I Disorder and Reactive Attachment Disorder.
- Support for the lower estimate given here: Boris N. W, Zeanah C. et al (1998) Attachment Disorders in Infancy and Early Childhood: A Preliminary Investigation of Diagnostic Criteria. American Journal of Psychiatry February 1998.
- Support for the higher estimate given here: Cicchetti D, Cummings EM, Greenberg MT, & Marvin RS: An organizational perspective on attachment beyond infancy. In: Attachment in the Preschool Years. Ed. Greenberg MT, Cicchetti D, & Cummings EM, Chicago: University of Chicago Press, 1990. (Cited: Becker-Weidman [2003], Dyadic Developmental Psychotherapy: An Effective Treatment for Children with Trauma-Attachment Disorders)
- Ames, Elinor Recommendations from the Final Report: The Development of Romanian Orphanage Children Adopted to Canada (1997) cited in Hanlon L, Tepper T and Sanstrom S (Eds) International Adoption-Challenges and Opportunities (1999)
- Randolph, Elizabeth Marie. (1996) Randolph Attachment Disorder Questionnaire:Institute for Attachment, Evergreen CO.
- “Treatment for Children with Trauma-Attachment Disorders: Dyadic Developmental Psychotherapy” Child and Adolescent Social Work Journal. 12(6), December 2005.
- Creating Capacity For Attachment, (Eds.) Arthur Becker-Weidman, Ph.D., & Deborah Shell, MA, Wood ‘N’ Barnes, OK: 2005.
- Hughes, D. (1997). Facilitating developmental attachment. NJ: Jason Aronson.
- Hughes, D. (2004). An attachment-based treatment of maltreated children and young people. Attachment & Human Development, 3, 263–278.
- Hughes, D. (2003). Psychological intervention for the spectrum of attachment disorders and intrafamilial trauma. Attachment & Human Development, 5, 271–279.Hughes, D., “The Development of Dyadic Developmental Psychotherapy.” In Becker-Weidman, A., & Shell, D., (Eds.), Creating Capacity for Attachment. OK: Wood ‘N’ Barnes, 2005, pp vii – xvii.
Δείτε επίσης
Στηρίζοντας παιδιά που θρηνούν: Του Λάζαρου Βλαχόπουλου
Ψυχοανθεκτικότητα: Απλά βήματα για την ανάπτυξή της
Τεχνικές Διαχείρισης θυμού για παιδιά: Mια μικρή προσπάθεια προσέγγισης ενός μεγάλου θέματος
Δείτε ακόμη
Παράλληλη Στήριξη στα σχολεία: Νομοθεσία-Παιδαγωγικό πλαίσιο-Βασικές αρχές του θεσμού
Παρακαλούμε μην παραλείπετε να αναφέρετε το especial.gr ως πηγή, με ενεργό link προς τη διεύθυνση https://www.especial.gr/diatarahi-antidrastikis-proskollisis-reactive-attachment-disorder-rad/ όταν αναδημοσιεύετε το περιεχόμενό μας.